φρουραρχείο

φρουραρχείο
το, Ν
1. στρατιωτική αρχή η οποία έχει ως έργο της τη διεύθυνση τής εξωτερικής υπηρεσίας τών σταθμευόντων σε μια πόλη στρατευμάτων και την τήρηση τής τάξης και πειθαρχίας τού προσωπικού κατά τον εκτός υπηρεσίας χρόνο τους
2. κτήριο όπου στεγάζεται η αντίστοιχη υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρούραρχος. Η λ., στον λόγιο τ. φρουραρχεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φρουραρχείο — το δημόσιο κτίριο, όπου στεγάζονται τα γραφεία του φρουράρχου και της υπηρεσίας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”