- φρουραρχείο
- το, Ν1. στρατιωτική αρχή η οποία έχει ως έργο της τη διεύθυνση τής εξωτερικής υπηρεσίας τών σταθμευόντων σε μια πόλη στρατευμάτων και την τήρηση τής τάξης και πειθαρχίας τού προσωπικού κατά τον εκτός υπηρεσίας χρόνο τους2. κτήριο όπου στεγάζεται η αντίστοιχη υπηρεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρούραρχος. Η λ., στον λόγιο τ. φρουραρχεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.